- φλάρος
- φλάρος, ο και φλάρης, οπληθ. -ηδες (λ. ιταλ.), ιερέας της καθολικής εκκλησίας: Κι ούτε των Φράγκων προδοσίες ούτε των φλάρων δίχτυα το Βασιλέα σειούνε (Γ. Βιζυηνός). – Τον κακό σου το φλάρο (σε κατάρα ή βρισιά).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.