φλάρος

φλάρος
φλάρος, ο και φλάρης, ο
πληθ. -ηδες (λ. ιταλ.), ιερέας της καθολικής εκκλησίας: Κι ούτε των Φράγκων προδοσίες ούτε των φλάρων δίχτυα το Βασιλέα σειούνε (Γ. Βιζυηνός). – Τον κακό σου το φλάρο (σε κατάρα ή βρισιά).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φλάρης — και φλάρος, ο, Ν 1. ιερέας τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας 2. φρ. «τον κακό σου τον φλάρο» (ως υβριστική φρ.) τον κακό σου τον καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. frar, με ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ ] …   Dictionary of Greek

  • φρέρης — ο, Ν ρωμαιοκαθολικός εκπαιδευτικός και ιερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. frere «αδελφός» (πρβλ. και φλάρης / φλάρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”